πολυγόνατον

πολυγόνατον
πολυγόνατος
having many joints
masc/fem acc sg
πολυγόνατος
having many joints
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυγόνατο — (πολυγόνατον το πολυανθές). Ποώδες φυτό της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα). Συναντάται αυτοφυές σε υγρές και σκιερές θέσεις των δασών (στη χώρα μας στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο), όπου ανθίζει από τον Απρίλιο… …   Dictionary of Greek

  • πολύγονο — το / πολύγονον, ΝΑ (θοτ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην τάξη πολυγονώδη, οικογένεια πολυγονίδες αρχ. φρ. α) «πολύγονον ἄρρεν» το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πολυγόνατον το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”